- παραστολεύς
- παραστολεύς, έως, ὁ, ([etym.] παραστέλλω) a surgical instrument, Hermes 38.283.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραστολεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραστολεύς — ὁ, Α επιγρ. χειρουργικό εργαλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παραστολ τού παραστέλλω + κατάλ. εύς] … Dictionary of Greek